- ἀνδραποδοκάπηλος
- ἀνδρᾰποδο-κάπηλος, ὁ,A slave-dealer, Is.Fr.53 S., Luc.Ind.24, Gal. UP1.0.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνδραποδοκάπηλος — slave dealer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδοκαπήλοις — ἀνδραποδοκάπηλος slave dealer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδοκαπήλων — ἀνδραποδοκάπηλος slave dealer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδοκάπηλοι — ἀνδραποδοκάπηλος slave dealer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδοκάπηλον — ἀνδραποδοκάπηλος slave dealer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek